αθεϊστής

αθεϊστής
ο (θηλ. -ίστρια)
οπαδός τού αθεϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αθεΐζω.
ΠΑΡ. αθεϊστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθεΐζω — κλίνω προς την αθεΐα, αρνούμαι την ύπαρξη τού θεού, είμαι άθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθεος. ΠΑΡ. αθεΐστής] …   Dictionary of Greek

  • αθεϊστικός — ή, ό [αθεϊστής] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον αθεϊσμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”